επιτροπια

επιτροπια
    ἐπιτροπία
     Plat., Arst. = ἐπιτροπεία См. επιτροπεια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επιτροπια" в других словарях:

  • ἐπιτροπία — ἐπιτροπίᾱ , ἐπιτροπία protection fem nom/voc/acc dual ἐπιτροπίᾱ , ἐπιτροπία protection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτροπία — ἐπιτροπία, ἡ (άλλος τ. τής λ. επιτροπεία) (Α) [επίτροπος] 1. επιτροπεία 2. μτφ. προστασία …   Dictionary of Greek

  • ἐπιτροπίᾳ — ἐπιτροπίαι , ἐπιτροπία protection fem nom/voc pl ἐπιτροπίᾱͅ , ἐπιτροπία protection fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροπίας — ἐπιτροπίᾱς , ἐπιτροπία protection fem acc pl ἐπιτροπίᾱς , ἐπιτροπία protection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροπίαν — ἐπιτροπίᾱν , ἐπιτροπία protection fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτροπεία — Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι… …   Dictionary of Greek

  • epitrop — EPÍTROP, epitropi, s.m. 1. Tutore. 2. (reg.) Administrator al unui bun, în special al averii unei biserici; efor. [acc. şi: epitróp]. – Din ngr. epítropos. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  EPÍTROP s. 1. v. tutore. 2. v. efor …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»